-
1 διακυπτω
1) высовываться в окно Arph.2) выглядывать наружу(διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες)
διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. — выглянув в окошко тюрьмы
1 διακυπτω
(διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες)